Το GNOME υπήρξε μαζί με το KDE το πιο δημοφιλές περιβάλλον εργασίας (Desktop Environment) για το Linux αλλά και για πολλά άλλα Unixοειδή λειτουργικά συστήματα. Η βασική του σχεδιαστική φιλοσοφία εστιαζόταν στην δημιουργία ενός ισχυρού αλλά πάνω από όλα απλού διαχειριστή παραθύρων, εφαρμογών και των βασικών παραμέτρων του λειτουργικού συστήματος. Μινιμαλιστικές διεπαφές, διακριτική γραμμή εργασιών αλλά κυρίως πολλά ισχυρά και χρήσιμα πρόσθετα αύξησαν κατακόρυφα την λειτουργικότητα του αλλά και την δημοφιλία του. Ωστόσο, αν και αποτελεσματικές, οι δυνατότητες παραμετροποίησης του ήταν βάσει σχεδίου περιορισμένες. Εν αντιθέσει με το KDE, στο GNOME δεν υπήρχαν εκατοντάδες ρυθμίσεις κάθε μικρολεπτομέρειας της συμπεριφοράς του περιβάλλοντος εργασίας. Κατά τα άλλα το GNOME2 ήταν εξαιρετικά γρήγορο, σταθερό και αξιόπιστο. Παρέχοντας τις βιβλιοθήκες γραφικών διεπαφών GTK+2 πλήθος σημαντικότατων εφαρμογών δημιουργήθηκαν για το GNOME.
Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Σε αντίθεση με το KDE4, όπου οι προγραμματιστές του αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μια ολική ανασχεδίαση του με στόχο την δημιουργία πανίσχυρων αλλά και αναπόφευκτα πολύπλοκων μηχανισμών ρύθμισης κάθε λεπτομέρειας του περιβάλλοντος εργασίας, το GNOME3 ακολούθησε την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Η νέα φιλοσοφία του GNOME3 εστίασε στην ελαχιστοποίηση των οπτικών ενοχλήσεων για τον χρήστη και στην αφαίρεση οποιασδήποτε παρέμβασης θα μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή του. Το GNOME3 έχει σταθερό τρόπο λειτουργίας για όλα τα επιμέρους υποσυστήματά του. Ελάχιστες αλλαγές στο περιβάλλον εργασίας και στο τρόπο αλληλοεπίδρασης με αυτό είναι πλέον εφικτές. Αρκετοί από τους επικριτές του GNOME3 χαρακτήρισαν το νέο σύστημα ως αποστειρωμένο και σχεδόν σφραγισμένο σε εξωτερικές παρεμβάσεις.
Για το λόγο αυτό δημιουργήθηκε το project MATE που αποδίδεται κατά τον γνωστό τρόπο κυκλικών αρκτικόλεξων που συνηθίζεται στο χώρο του UNIX ως ΜΑΤΕ Advanced Traditional Enviroment. Ξεκίνησε γύρω στο 2011 από κάποιο Αργεντινό χρήστη του Arch και υποστηρίζεται σήμερα από μια ισχυρή ομάδα προγραμματιστών που συντονίζεται από τον Martin Wimpress. Το MATE βασίζεται στο GNOME2 του οποίου αποτελεί fork και συνεχίζει την επιτυχή παράδοσή του. Τα βασικά του εργαλεία, οι διεπαφές του αλλά και ο τρόπος εργασίας του είναι απολύτως οικείος για όσους έχουν συνηθίσει το GNOME2. Σε αντίθεση με το TDE/Trinity με το οποίο ασχοληθήκαμε στο προηγούμενο άρθρο, το MATE βρήκε αμέσως ανταπόκριση και υιοθετήθηκε άμεσα από πολλές δημοφιλείς εφαρμογές όχι μόνο για το Linux αλλά και για BSD συστήματα όπως το FreeBSD, το GhostBSD, το PC-BSD και το OpenIndiana. Ειδικότερα στο χώρο του Linux σημαντικότατη ώθηση έδωσε η υποστήριξη του από το Mint, μια από τις πλέον δημοφιλείς και αγαπητές εφαρμογές. Οι πρώτες βασικές εκδόσεις του Mint με το MATE, το ανέδειξαν και απέδειξαν την δυναμική αυτού του εγχειρήματος.
Η πλέον ουσιαστική διαφορά του MATE με το TDE/Trinity που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το παράλληλο εγχείρημα του στο χώρο του KDE είναι ότι το MATE υποστηρίζει τις πλέον σύγχρονες βιβλιοθήκες διεπαφών GTK+3, σε αντίθεση με το TDE που έχει αναλάβει μόνο του το δύσκολο έργο της υποστήριξης του σχετικά εγκαταλειμμένου QT3. Το γεγονός ότι το MATE3 χρειάζεται σχετικά περιορισμένους πόρους υλικού και συμπεριφέρεται με ταχύτητα και σταθερότητα μαζί με την εξαιρετική υποστήριξη που είχε από την στιγμή που ανακοινώθηκε, δείχνει ότι το MATE βάζει σοβαρή υποψηφιότητα να αποτελέσει άλλη μια σπάνια περίπτωση όπου το fork μπορεί να ξεπεράσει το αρχικό project. Αν και στο μέτωπο KDE/TDE δεν αναμένονται σοβαρές ανακατατάξεις στο μέλλον, τα πράγματα για το GNOME3/MATE είναι πολύ πιο αμφίρροπα. Σίγουρα η συνέχεια θα έχει ενδιαφέρον.
O Βασίλης χρησιμοποιεί Linux από όταν έπεσε στα χέρια του το Slackware 96. Από τότε το εξακολουθεί να παραμένει πιστός στο Linux όχι όμως και στο Slackware.
- Συνδεθείτε ή εγγραφείτε για να σχολιάσετε